γύλος

γύλος
ο
είδος μικρού ψαριού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γύλος — (julis). Γένος τελεοστέων ψαριών της οικογένειας των λαβριδών. Το σώμα τους είναι μακρουλό, πεπιεσμένο στις πλευρές και καλύπτεται από λέπια μεσαίου μεγέθους. Το κεφάλι είναι γυμνό, αρκετά ισχυρό, το στόμα μικρό και έχει χοντρά σαγόνια… …   Dictionary of Greek

  • γίλος — (6ος–5ος αι. π.Χ.). Στρατιωτικός από τον Τάραντα. Ο Γ. ήταν εξόριστος στην Ιαπυγία (Απουλία), όταν ελευθέρωσε και έσωσε τους Πέρσες, των οποίων τα πλοία είχαν εξοκείλει στον Κρότωνα. Οι Πέρσες ακολουθούσαν τον Δημοκήδη τον Κροτωνιάτη για να… …   Dictionary of Greek

  • γκιούλος — και γιούλος, ο το ψάρι γύλος* …   Dictionary of Greek

  • γυλάρι — το ονομασία τού ψαριού γύλος …   Dictionary of Greek

  • ιουλίς — Μία από τις τέσσερις αρχαίες πόλεις της Κέας. Υπήρξε πατρίδα των ποιητών Βακχυλίδη και Σιμωνίδη του Κείου, του γιατρού Ερασίστρατου και του φιλοσόφου Αρίστωνα. * * * η (Α ἰουλίς) [ίουλος] νεοελλ. γένος ακανθοπτερύγιων ψαριών που περιλαμβάνει… …   Dictionary of Greek

  • gēu-, gǝu-, gū- (*sgēu-) —     gēu , gǝu , gū (*sgēu )     English meaning: to bend, curl; a kind of vessel     Deutsche Übersetzung: “biegen, krũmmen, wolben”     Note: Root gēu , gǝu , gū : to bend, curl; a kind of vessel probably derived from Root (s)keu 2, (s)keu̯ǝ :… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”